κυαμοτρωξ

κυαμοτρωξ
    κυαμοτρώξ
    κυᾰμο-τρώξ
    -ῶγος ὅ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κυαμοτρωξ" в других словарях:

  • κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… …   Dictionary of Greek

  • κυαμοτρώξ — κυαμοτρώ̱ξ , κυαμοτρώξ bean eater masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαμοτρῶγος — κυαμοτρώξ bean eater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»